-
1 πρωτοσχεδής
A written offhand, improvised, Tz.H.11.987, 10.366.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοσχεδής
См. также в других словарях:
ισοσχέδιος — ἰσοσχέδιος, ον (ΑΜ) απαράλλακτος, ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σχέδιος (< σχέδιος «κοντινός»< σχεδόν «πλησίον»), πρβλ. αυτο σχέδιος, πρωτο σχέδιος] … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek