-
1 новогодний
новогодний πρωτοχρονιάτικος· \новогоднийие пожелания οι πρωτοχρονιάτικες ευχές* \новогоднийяя ночь η νύχτα της Πρωτοχρονιάς* * *нового́дние пожела́ния — οι πρωτοχρονιάτικες ευχές
нового́дняя ночь — η νύχτα της Πρωτοχρονιάς
-
2 новогодний
нового́дн||ийприл πρωτοχρονιάτικος, τοῦ νέου ἐτους, ἀγιοβασιλειάτικος:\новогодний подарок τό πρωτοχρονιάτικο δῶρο, τό ἀγιο-βασιλειάτικο δῶρο\новогодний \новогоднийие поздравления οἱ πρωτοχρονιάτικες εὐχές· \новогоднийяя елка τό ἀγιοβασιλειάτικο δένδρο· \новогоднийяя ночь ἡ νύχτα τῆς πρωτοχρονιβς. -
3 новогодний
[ναβαγκόντνιϊ] εκ.. πρωτοχρονιάτικος -
4 новогодний
[ναβαγκόντνιϊ] εκ.. πρωτοχρονιάτικος -
5 новогодний
επ.πρωτοχρονιάτικος•-ые поздравления (пожелания) πρωτοχρονιάτικες ευχές•
-ая лка χριστουγεννιάτικο δέντρο•
-ые песни τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς•
новогодний поди-ροκ πρωτοχρονιάτικο δώρο•
новогодний пирог πρωτοχρονιάτικη πίτα.
См. также в других словарях:
πρωτοχρονιάτικος — η, ο, Ν [πρωτοχρονιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά ή αυτός που αρμόζει στην πρωτοχρονιά («πρωτοχρονιάτικα έθιμα»). επίρρ... πρωτοχρονιάτικα Ν κατά την πρωτοχρονιά … Dictionary of Greek
πρωτοχρονιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικα δώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιοβασιλιάτικος — και αϊβασιλιάτικος, η, ο [άγιος Βασίλης, αϊ Βασίλης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γιορτή τού αγίου Βασιλείου ή αυτός που συνηθίζεται τη μέρα τής Πρωτοχρονιάς, πρωτοχρονιάτικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αγιοβασιλιάτικα τα φιλοδωρήματα, οι… … Dictionary of Greek
αγιοβασιλιάτικος — η, ο εκείνος που αναφέρεται στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, πρωτοχρονιάτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)