-
1 πρωτοφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοφορέω
-
2 πρωτοφορέω
πρωτο-φορέω, zuerst tragen, die Kriegszeichen vortragen -
3 πτορθο-φορέω
πτορθο-φορέω, Zweige tragen, Conj. für πρωτοφορέω bei Ath.
-
4 πρωτοφορείν
-
5 πρωτοφορεῖν
-
6 πτορθοφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτορθοφορέω
См. также в других словарях:
πρωτοφορεῖν — πρωτοφορέω bear first pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)