-
1 πρωτοβολος
I.2досл. раньше всех дающий ростки, перен. впервые расцветающий(ἥβης ἄνθος Anth.)
II.2прежде всех освещаемый или согреваемый(ἁλίῳ Eur.)
См. также в других словарях:
πρωτοβόλος — budding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόβολος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά ρίχνει κάτι 2. (ιδίως για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα πρώτα του δόντια («ὄνος θήλεια πρωτοβόλος», πάπ.) αρχ. ανθηρός, δροσερός, ακμαίος («πρωτοβόλος ἥβη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος… … Dictionary of Greek
πρωτόβολος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν ή που τόν χτύπησαν πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
πρωτοβόλοις — πρωτόβολος masc/fem/neut dat pl πρωτοβόλος budding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλον — πρωτοβόλος budding masc/fem acc sg πρωτοβόλος budding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλου — πρωτόβολος masc/fem/neut gen sg πρωτοβόλος budding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλους — πρωτόβολος masc/fem acc pl πρωτοβόλος budding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβόλων — πρωτόβολος masc/fem/neut gen pl πρωτοβόλος budding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόβολον — πρωτόβολος masc/fem acc sg πρωτόβολος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek