-
1 πρωτείω
-
2 πρωτείῳ
См. также в других словарях:
πρωτείῳ — πρώτειος of the first quality masc/neut dat sg πρωτεί̱ῳ , πρωτεῖον chief rank neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτειος — ή πρωτεῑος, εία, ον, Α [πρωτεῑον] (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο έξοχος (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ. β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῑν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.) … Dictionary of Greek