Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρωτείῳ

См. также в других словарях:

  • πρωτείῳ — πρώτειος of the first quality masc/neut dat sg πρωτεί̱ῳ , πρωτεῖον chief rank neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτειος — ή πρωτεῑος, εία, ον, Α [πρωτεῑον] (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο έξοχος (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ. β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῑν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»