Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρωταγωνιστής

  • 1 герой

    герой м 1) ο ήρωας Герой Советского Союза о Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης Герой Социалистического Труда о Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας 2) (главное дейст вующее лицо) о πρωταγωνιστής
    * * *
    м
    1) ο ήρωας

    Геро́й Сове́тского Сою́за — ο Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης

    Геро́й Социалисти́ческого Труда́ — ο Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας

    2) ( главное действующее лицо) ο πρωταγωνιστής

    Русско-греческий словарь > герой

  • 2 герой

    герой
    м
    1. ὁ ήρωας, ὁ ήρως:
    Герой Советского Союза ὁ Ἤρωας τής Σοβιετικής Ένωσης· Герой Социалистического Труда ὁ Ήρωας τής Σοσιαλιστικής Δουλείας·
    2. (главное действующее лицо) ἡ ήρωας, ὁ πρωταγωνιστής.

    Русско-новогреческий словарь > герой

  • 3 лицо

    лиц||о
    с
    1. τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:
    черты \лицоа τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·
    3. (человек) τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν], ὁ ἄνθρω-πος:
    главное действующее \лицо τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое \лицо τό νομικόν πρόσωπον важное \лицо ἡ προσωπικότητα [-ης], τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·
    4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед \лицоо́м чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в \лицо γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар \лицоо́м δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к \лицоу́ αὐτό σᾶς πάει· стереть что́-л. с \лицоа земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в \лицо опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον \лицоо́м в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в \лицо кому-л. λέω κατάμουτρα

    Русско-новогреческий словарь > лицо

  • 4 премьер

    премьер
    м
    1. полит, см. премьер-министр·
    2. театр. ὁ πρωταγωνιστής.

    Русско-новогреческий словарь > премьер

  • 5 исполнитель

    α. -ница, -ы θ.
    εκτελεστής•

    исполнитель приказаний εκτελεστής διαταγών•

    народных псень εκτελεστής λαϊκών τραγουδιών•

    исполнитель главной роли ο πρωταγωνιστής•

    судебный исполнитель εκτελεστής δικαστικών αποφάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > исполнитель

  • 6 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 7 премьер

    α.
    1. βλ. премьер-министр.
    2. (θεατρ.) πρωταγωνιστής.

    Большой русско-греческий словарь > премьер

  • 8 роль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•

    исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•

    главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•

    второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•

    играть роль παίζω ρόλο•

    трудная.роль δύσκολος ρόλος•

    раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•

    роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.

    εκφρ.
    в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•
    играть роль – έχω σημασία•
    войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•
    выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•
    это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).
    θ.
    βλ. рол (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > роль

См. также в других словарях:

  • πρωταγωνιστής — one who plays the first part masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταγωνιστής — ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ηθοποιός …   Dictionary of Greek

  • πρωταγωνιστής — ο θηλ. ίστρια 1. ηθοποιός που παίζει πρώτο, κύριο ρόλο. 2. μτφ., το πρόσωπο που έχει τη σπουδαιότερη δράση σε μια υπόθεση: Ο ένας από τους δύο ήταν ο πρωταγωνιστής της φασαρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπλανώμενος Ιουδαίος — Πρωταγωνιστής ενός γνωστού μεσαιωνικού θρύλου, που μιλά για έναν Ιουδαίο ονομαζόμενο Αχασβήρο, ο οποίος δεν επέτρεψε στον Ιησού να ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του, ενώ μετέφερε με μεγάλη δυσκολία το σταυρό στο Γολγοθά. Κατά το θρύλο, του… …   Dictionary of Greek

  • πρωταγωνισταῖς — πρωταγωνιστής one who plays the first part masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταγωνισταί — πρωταγωνιστής one who plays the first part masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταγωνιστήν — πρωταγωνιστής one who plays the first part masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Protagonist — For the 2007 documentary film, see Protagonist (film). A protagonist (from the Greek πρωταγωνιστής protagonistes, one who plays the first part, chief actor [1]) is the main character (the central or primary personal figure) of a literary,… …   Wikipedia

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»