-
1 πρωταίτιος
πρωταίτιοςfirst author: masc nom sg -
2 πρωταίτιος
ο зачинщик; главный виновник;πρωταίτιος της καταστροφής — главный виновник катастрофы;
οι πρωταίτιοι των ταραχών — зачинщики волнений, беспорядков
-
3 πρωταίτιος
[протэтиос] ουσ. а. главный виновник, подстрекатель, зачинщик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρωταίτιος
-
4 πρωταίτιος
[протэтиос] ουσ α главный виновник, подстрекатель, зачинщик. -
5 πρωταίτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωταίτιος
-
6 πρωταίτιος
πρωτ-αίτιος, erste Ursache, erster Urheber -
7 πρωταίτιος
elebaşı -
8 πρωταιτίων
πρωταίτιοςfirst author: fem gen plπρωταίτιοςfirst author: masc /neut gen pl -
9 πρωταίτιον
πρωταίτιοςfirst author: masc acc sgπρωταίτιοςfirst author: neut nom /voc /acc sg -
10 πρωταιτίου
πρωταίτιοςfirst author: masc /neut gen sg -
11 πρωταιτίους
πρωταίτιοςfirst author: masc acc pl -
12 πρωταίτιαι
πρωταίτιοςfirst author: fem nom /voc pl -
13 πρωταίτιε
πρωταίτιοςfirst author: masc voc sg -
14 πρωταίτιοι
πρωταίτιοςfirst author: masc nom /voc pl -
15 зачинщик
зачинщикм ὁ πρωταίτιος, ὁ πρωτοστάτης / ὁ ὑποκινητής (подстрекатель). -
16 инициатор
инициаторм ὁ πρωτεργάτης, ὁ πρω-τουργός, ὁ πρωταίτιος, ὁ πρωτοστάτης. -
17 πρωτουργός
ο1) см. πρωταίτιος; 2) первый создатель, творец (чего-л.) -
18 зачинщик
[ζατσίνστσικ] ουσ. α. πρωταίτιος -
19 зачинщик
[ζατσίνστσικ] ουσ α πρωταίτιος -
20 заводила
-ы α. κ. θ. (απλ.) πρωταίτιος, υποκινητής• πειραχτήριο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωταίτιος — first author masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταίτιος — α, ο / πρωταίτιος, ία, ον, ΝΜΑ αυτός που υπήρξε ο πρώτος αίτιος ενός γεγονότος, ο κύριος υπαίτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αἴτιος] … Dictionary of Greek
πρωταίτιος — α, ο ο πρώτος αίτιος, ο πρωτεργάτης γεγονότος: Πρωταίτιος του επεισοδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωταιτίων — πρωταίτιος first author fem gen pl πρωταίτιος first author masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταίτιον — πρωταίτιος first author masc acc sg πρωταίτιος first author neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταιτίου — πρωταίτιος first author masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταιτίους — πρωταίτιος first author masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταίτιαι — πρωταίτιος first author fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταίτιε — πρωταίτιος first author masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταίτιοι — πρωταίτιος first author masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek