-
1 πρωρᾱτεύω
-
2 πρωρᾱτεύω
См. также в других словарях:
πρωρατεύω — Α [πρῳράτης] 1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη 2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)