Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρωρᾱτεύω

См. также в других словарях:

  • πρωρατεύω — Α [πρῳράτης] 1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη 2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»