-
1 πρωκτοπεντετηρις
-
2 πρωκτοπεντετηρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωκτοπεντετηρίς
-
3 πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτο-πεντ-ετηρίς, ίδος, ἡ, Steißesfünfjahrfeier -
4 πρωκτοπεντετηρίδα
πρωκτοπεντετηρίςquinquennial debauchery: fem acc sg
См. также в других словарях:
πρωκτοπεντετηρίς — ίδος, ἡ, Α η ανά πενταετία γιορτή τού πρωκτού, η πενταετηρίδα τής ακολασίας («ὅσην ἔχει τὴν πρωκτοπεντηρίδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + πεντετηρίς] … Dictionary of Greek
πρωκτοπεντετηρίδα — πρωκτοπεντετηρίς quinquennial debauchery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)