-
1 πρωθ-ήβης
πρωθ-ήβης, ὁ, = πρώϑηβος; παῖδας πρωϑήβας, Il. 8, 518; κοῦροι πρωϑῆβαι, Od. 8, 263; κοῠρος, Ep. ad. 695 a (App. 306); πρωϑήβης ἀντὶ γέροντος, Luc. Mort. D. 5, 2.
-
2 πρωθήβης
A in the prime of youth,παῖδας πρωθήβας Il.8.518
; κοῦροι π. Od.8.263, cf. Epigr. in BpW.32.480 (Delph.): in late Prose, Luc.DMort. 5.2, App.Hisp.65:—fem. πρωθήβη only Od.1.431; also [suff] πρωθ-ῆβις, IG14.2122, Hdn.Gr.2.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωθήβης
-
3 πρωθήβης
πρωθ-ήβης (πρῶτος, ἥβη): in the prime or ‘bloom’ of youth.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρωθήβης
-
4 πρωθηβης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский