-
1 πρυμνητικός
πρυμνητικός, = πρυμνήσιος, Ath.
См. также в других словарях:
πρυμνητικός — ή, ό / πρυμνητικός, ή, όν, ΝΑ [πρυμνήτης] πρυμνήσιος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρυμνητική στέγαστρο, υπόστεγο τής πρύμνης χρήσιμο για την προστασία τών επιβατών … Dictionary of Greek
πρυμνητικῶν — πρυμνητικός poop awning fem gen pl πρυμνητικός poop awning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)