Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρυμνητικός

См. также в других словарях:

  • πρυμνητικός — ή, ό / πρυμνητικός, ή, όν, ΝΑ [πρυμνήτης] πρυμνήσιος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρυμνητική στέγαστρο, υπόστεγο τής πρύμνης χρήσιμο για την προστασία τών επιβατών …   Dictionary of Greek

  • πρυμνητικῶν — πρυμνητικός poop awning fem gen pl πρυμνητικός poop awning masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»