-
1 προανυτω
ранее осуществлятьπλέον π. ὧν χρῄζομεν Xen. — скорее достигнуть того, к чему стремимся;
τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα Sext. — вышеприведенное рассуждение
См. также в других словарях:
προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] … Dictionary of Greek