-
1 προαναστελλω
См. также в других словарях:
προαναστέλλω — ΜΑ αναχαιτίζω, συγκρατώ εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.) αρχ. παθ. προαναστέλλομαι (στη χειρουργική) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναστέλλω «αναχαιτίζω, συγκρατώ»] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek