-
1 προ-ϋπο-φαίνω
προ-ϋπο-φαίνω (s. φαίνω), vorher anzeigen, τὸ δαιμόνιον προϋπέφαινε τὴν τελευτήν, Plut. de gen. Socr. 13.
-
2 προϋποφαίνω
1 προ-ϋπο-φαίνω
προ-ϋπο-φαίνω (s. φαίνω), vorher anzeigen, τὸ δαιμόνιον προϋπέφαινε τὴν τελευτήν, Plut. de gen. Socr. 13.
2 προϋποφαίνω