-
1 προυποβαλλω
1) досл. подбрасывать, перен. доставлять2) med., подкладывать или подстилать себе(τὰ στερεὰ κάρφη Plut.)
См. также в других словарях:
προδιαιτώ — άω, ΜΑ προετοιμάζω με δίαιτα («προδιαιτᾱν αὐτοὺς [τοὺς ἵππους] σίτῳ καὶ ὀρόβῳ πεφρυγμένῳ», Ιππιατρ.) αρχ. μέσ. προδιαιτῶμαι υποβάλλω εκ τών προτέρων μια υπόθεση, μια διαφορά, σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαιτῶ «υποβάλλω σε δίαιτα, είμαι… … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek
προεγκαλώ — έω, ΝΜΑ (η μτχ. αρσ. ενεργ ενεστ. ως κύριο όν.) Προεγκαλών τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου αρχ. κατηγορώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκαλῶ «καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση»] … Dictionary of Greek
προεπισκήπτομαι — Α υποβάλλω πρώτος επίσκηψιν*, αρχίζω πρώτος τη διαδικασία τής καταγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπισκήπτομαι «καταγγέλλω»] … Dictionary of Greek
προϋποβάλλω — ΝΜΑ υποβάλλω προηγουμένως κάτι αρχ. 1. μέσ. προϋποβάλλομαι τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.) 2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [ἱστορία] προϋπῆρχε καὶ … Dictionary of Greek