-
1 προιαλλω
(только impf.)1) высылать, посылать(Ἔριδα ἐπὴ νῆας Ἀχαιῶν Hom.)
2) (с)пускать(ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theocr.)
3) ниспосылать(τέν χάριν καμάτοισιν Anth.)
См. также в других словарях:
προϊάλλω — Α εξαποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱάλλω «ρίπτω, εκτοξεύω»] … Dictionary of Greek