-
1 προ-χειρέω
προ-χειρέω, f. L. für προχειρίζω, z. B. Pol. 3, 107, 10, vgl. Schäf. mel. 15.
-
2 προ-επι-χειρέω
προ-επι-χειρέω, vorher Hand anlegen, angreifen, Thuc. 6, 34 u. Sp., wie Plut. Galb. 13.
-
3 προ-εγ-χειρέω
προ-εγ-χειρέω, vorher Hand anlegen, angreifen; Arist. top. 8, 9; Pol. 2, 68, 9; τὰ προεγκεχειρημένα ἡμῖν, S. Emp. adv. math. 35.
-
4 προεγχειρέω
προ-εγ-χειρέω, vorher Hand anlegen, angreifen -
5 προεπιχειρέω
προ-επι-χειρέω, vorher Hand anlegen, angreifen
См. также в других словарях:
προκεχειρημένων — πρό χειρέω perf part mp fem gen pl πρό χειρέω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρησόμεθα — πρό χειρέω aor subj mid 1st pl (epic) πρό χειρέω fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχειρημένοις — πρό χειρέω perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχειρῆσθαι — πρό χειρέω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχειρήσθω — πρό χειρέω perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρῆσαι — πρό χειρέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)