Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προ-χειρέω

См. также в других словарях:

  • προκεχειρημένων — πρό χειρέω perf part mp fem gen pl πρό χειρέω perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρησόμεθα — πρό χειρέω aor subj mid 1st pl (epic) πρό χειρέω fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκεχειρημένοις — πρό χειρέω perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκεχειρῆσθαι — πρό χειρέω perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκεχειρήσθω — πρό χειρέω perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρῆσαι — πρό χειρέω aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»