-
1 προ-χάζομαι
προ-χάζομαι (s. χάζομαι), eigtl. vorwärts weichen προβαίνω, VLL.
-
2 προχάζομαι
προ-χάζομαι, eigtl. vorwärts weichen
См. также в других словарях:
προχάζω — Α 1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις προβαίνοις» 2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις ἀναποδίζοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα χάζω)] … Dictionary of Greek