-
1 προ-φημίζω
προ-φημίζω, vorher ein Gerücht verbreiten, D. Cass. 41, 41.
-
2 προφημίζω
См. также в других словарях:
προπεφήμιστο — πρό φημίζω prophesy plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλέω — Α 1. προτείνω 2. προτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλέω «καλώ, φημίζω»] … Dictionary of Greek