-
1 προφερης
ὅ1)(Hom. - только compar. προφερέστερος и superl. προφερέστατος) выдающийся, превосходный, отличный
ἅλματι πάντων προφερέστατος Hom. — превзошедший всех в прыжках;αἱ (ἡμίονοι) βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι ἄροτρον Hom. — мулы лучше тянут плуг, чем волыνέοι ὄντες προφερεῖς φαίνονται Aeschin. — будучи молодыми, они кажутся старше (своих лет)
См. также в других словарях:
προφερής — ές, Α 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από τους άλλους, που υπερέχει ως προς την ηλικία, την αξία, το κύρος («ἀλλάων προφερής τ ἧν πρεσβυτάτη τε», Ησίοδ.) 2. αυτός που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος («οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς … Dictionary of Greek