-
1 προ-ταμιεύω
προ-ταμιεύω, auch als dep. med., vorher einsammeln, in Bereitschaft halten; προτεταμιευμένα neben προπεπορισμένα, Luc. de salt. 61; a. Sp.
-
2 προταμιεύω
προ-ταμιεύω, auch als vorher einsammeln, in Bereitschaft halten
См. также в других словарях:
προταμιείον — τὸ, Α δωμάτιο που βρίσκεται πριν από την αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταμιεῖον «αποθήκη, θησαυροφυλάκιο» (< ταμιεύω)] … Dictionary of Greek