-
1 προ-τέγγω
-
2 προτέγξαιεν
πρό-τέγγωwet: aor opt act 3rd pl -
3 προτέγγω
См. также в других словарях:
προτέγξαιεν — πρό τέγγω wet aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέγγω — Α νοτίζω, υγραίνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek