-
1 μετανάστης
μετανάστης, - ουGrammatical information: m.Meaning: On the meaning below; in Hom. only in ἀτίμητον μετανάστην (I 648 = P 59); posthom. `migrant, emigrant, fugitive' (Hdt. 7, 161 of the Athenians, Arat., Ph., pap.), f. - στις (Ph.) and - στρια (AP; like ἀγύρτης: ἀγύρτρια etc.); adj. μετανάστ-ιος `migrating, wandering' (AP, Nonn.), verb μεταναστ-εύω, - εύομαι `drive out, wander out, flee' (LXX, Str., Ph.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Already by Hdt. and his contemporaries understood as `wanderer' and as μετ-ανά-στη-ς connected with μετ-ανα-στῆ-ναι, μετ-ανάστασις `move, amigrate', resp. `removal, emigration' (Hdt., Th., Hp.), an interpretation, which J. Schmidt Pluralbild. 346 f. with Eust. a. o. (s. Schulze KZ 33, 137 = Kl. Schr. 372) with general approval (Schulze l.c., Bechtel Lex. s.v., Fraenkel KZ 42, 262 a. Nom. ag. 1, 129, Schwyzer 424 a. 451) worked out further. It would then however with metric-rhythmically conditioned haplology stand for *μετανα-στά-της (Fraenkel Glotta 1, 270ff.; cf. ἐπι-, παρα-, προ-στά-της etc.); an old root-noun μετανά-στη-ς as Skt. ni-ṣṭhā́-s, prati-ṣṭhā́-s a. o. (Schmidt l.c.) has no immediate agreement in Greek. As however this apparently further convincing interpretation is in conflict with the Homer. use of μετά and ἀνίστασθαι, Wackernagel Syntax 2, 246f. went back with Funck Curt. Stud. 9, 134 to the explanation (already given in the Thes.) as μετα-νάσ-της, from *μετα-ναίω `live with' like μεταναιέ-της (Hes.), - τάω (h. Cer.) `who lives with, live with'. As old parallel formation to Att. μέτ-οικος, Arg. πεδά-Ϝοικος and to μετοικέται κατὰ μέσον οἰκοῦντες H. μετανάστης will originally and still in Hom. have meant `who lives with, who lives among others (as foreigner), inhabitant'. Because of the disappearance of the verbal form with - νασ- and the gradual advance of μετα- `around' against μετα- `with' μετανάστης was already in class. times associted with the living μεταναστῆναι, μετανά-στασις. -- The deviating view of Leumann, Hom. Wörter 183 w. n. 30, μετα-νάσ-της would prop. be `migrant, in-wandrer', from μετα-ναίω `move', has the same objections as the connection with μεταναστῆναι.Page in Frisk: 2,217-218Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μετανάστης
См. также в других словарях:
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… … Dictionary of Greek
πρόσταμα — Πόλη της Μικράς Ασίας στην αρχαιότητα. Ταυτίζεται με τη σημερινή τουρκική κωμόπολη Εργεντίρ, που είναι χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης. * * * Α (κατά τον Ησύχ.) «κοιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στα (< θ. τού ρ. ἵστημι, πρβλ. ἵ στα μεν)… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek