-
1 προ-στένω
προ-στένω, vorher seufzen, Aesch. Ag. 244.
-
2 προστένω,
προ-στένω, u. προ-στενάζω, vorher seufzen -
3 προστενάζω
προ-στένω, u. προ-στενάζω, vorher seufzen -
4 προστενω
См. также в других словарях:
προστένω — και προστενάζω Α 1. αναστενάζω προηγουμένως 2. θρηνώ, οδύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στένω / στενάζω «θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek