-
1 προσάσσω
A stored up food for many years in advance, Hdt.1.190, cf. 8.20 (unless from προεισάγω); cf.σάττω 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάσσω
См. также в других словарях:
προσάσσω — Α στοιβάζω εκ τών προτέρων («προεσάξαντο σιτία ἐτέων κάρτα πολλῶν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σάσσω «στοιβάζω»] … Dictionary of Greek