-
1 προπαγης
См. также в других словарях:
προπαγής — ές, Α αυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῑς πολὺ τοῡ κέρατος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ.… … Dictionary of Greek