Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προ-πότης

См. также в других словарях:

  • καταπότης — καταπότης, ὁ (Α) λάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προ πότης, συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»