-
1 προ-πομπεύω
προ-πομπεύω, bei einem feierlichen Aufzuge vorangehen, Luc. merc. cond. 25 u. a. Sp.
-
2 προπομπεύω
См. также в других словарях:
προπομπεύω — Α 1. προπορεύομαι σε πομπή 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή 3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας 4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»] … Dictionary of Greek