-
1 προποδηγος
См. также в других словарях:
προποδηγός — και δωρ. τ. προποδαγός, όν, και ανώμ. τ. θηλ. προποδηγέτις, ιδος, Α αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ποδηγός* «οδηγός»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek