-
1 προ-πιπράσκω
προ-πιπράσκω (s. πιπράσκω), vorher verkaufen, Sp.
-
2 προπιπράσκω
См. также в других словарях:
προπιπράσκω — Α πουλώ προηγουμένως, προπωλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
1 προ-πιπράσκω
προ-πιπράσκω (s. πιπράσκω), vorher verkaufen, Sp.
2 προπιπράσκω
προπιπράσκω — Α πουλώ προηγουμένως, προπωλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek