-
1 προ-πιπίσκω
προ-πιπίσκω (s. πιπίσκω), vorher tränken, Hippocr.
-
2 προπιπίσκω
См. также в других словарях:
προπῖσαι — πρό πιπίσκω give to drink aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπιπίσκω — Α δίνω σε κάποιον να πιει προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιεί»] … Dictionary of Greek
προπίσας — προπί̱σᾱς , πρό πιπίσκω give to drink aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)