-
1 προ-παγής
-
2 προπαγής
προ-παγής, ές, vorn befestigt, hart u. hervorsteyend -
3 προπαγης
См. также в других словарях:
προπαγής — ές, Α αυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῑς πολὺ τοῡ κέρατος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ.… … Dictionary of Greek