-
1 προ-πάλεια
προ-πάλεια, ἡ, = δαψίλεια, αἰτίων, Sext. Emp. adv. log. 2, 219.
-
2 προπαλεια
(πᾰ) ἥ прежняя борьба, по по друг. стремление, тенденция(ἥ τῶν αἰτίων π. Sext.)
1 προ-πάλεια
προ-πάλεια, ἡ, = δαψίλεια, αἰτίων, Sext. Emp. adv. log. 2, 219.
2 προπαλεια
(ἥ τῶν αἰτίων π. Sext.)