-
1 προοιχομαι
уходить впередμετάγειν ᾖπερ ὅ Ὑστάσπης προῴχετο Xen. — продвинуться (настолько), насколько ушел вперед Гистасп, т.е. нагнать Гистаспа
См. также в других словарях:
προοίχομαι — Α απέρχομαι αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἴχομαι «αποχωρώ, απέρχομαι»] … Dictionary of Greek
οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… … Dictionary of Greek