Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προ-οίχομαι

См. также в других словарях:

  • προοίχομαι — Α απέρχομαι αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἴχομαι «αποχωρώ, απέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»