-
1 προ-ορύσσω
προ-ορύσσω, vor, vorher graben, Sp.
-
2 προορύσσω
προ-ορύσσω, vor, vorher graben
См. также в других словарях:
προκατορυγμός — ὁ, Α μόσχευση, μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατά + ὀρυγμός < ὀρύσσω «εξάγω, αφαιρώ μαλακό τμήμα από κοιλότητα τού ανθρωπίνου σώματος»] … Dictionary of Greek