Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προ-νομή

См. также в других словарях:

  • προνομή — η, ΝΜΑ επιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομεία νεοελλ. στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέων αρχ. 1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία …   Dictionary of Greek

  • προνομία — (I) η, ΝΜΑ προνόμιο, δικαίωμα κατ εξαίρεση τής κοινής νομοθεσίας (α. «οι προνομίες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου» β. «οὐδὲ τῇ ἡλικίᾳ τῶν γερόντων προνομίαν διδόασιν ἂν μὴ καὶ τῷ φρονεῑν πλεονεκτῶσι», Στράβ. γ. «τυχεῑν προνομίας τῆς παρ αὐτῷ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • προκατανομή — ἡ, Α προηγούμενη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανομή «νομή, βοσκή» (< κατανέμω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»