-
1 προμαλάσσω
A soften beforehand, make supple by rubbing or kneading, Arist.Pr. 869b30 ([voice] Pass.), Gal.6.90, 8.287;πρόπολις -ομένη Dsc.Eup.1.208
.3 metaph.,τὸ θυμούμενον Ph.2.579
:—[voice] Pass.,προμαλαττόμενον τὸν δῆμον Plu.Caes. 6
;τὰ -μαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ Hermog.Meth.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμαλάσσω
-
2 προεκμαλάσσοντα
προεκμαλάσσοντα, πρό, ἐκ-μαλάσσωmake soft: pres part act neut nom /voc /acc plπροεκμαλάσσοντα, πρό, ἐκ-μαλάσσωmake soft: pres part act masc acc sgπροεκμαλάσσοντα, πρό-ἐκμαλάσσωrelax: pres part act neut nom /voc /acc plπροεκμαλάσσοντα, πρό-ἐκμαλάσσωrelax: pres part act masc acc sg
См. также в других словарях:
προεκμαλάσσοντα — πρό , ἐκ μαλάσσω make soft pres part act neut nom/voc/acc pl προεκμαλάσσοντα , πρό , ἐκ μαλάσσω make soft pres part act masc acc sg προεκμαλάσσοντα , πρό ἐκμαλάσσω relax pres part act neut nom/voc/acc pl προεκμαλάσσοντα , πρό ἐκμαλάσσω relax pre … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανατρίβω — Α τρίβω ή κοπανίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνατρίβω «τρίβω συνέχεια, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek
προκαταψώ — άω, Α τρίβω καλά, καθαρίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταψῶ «μαλάσσω, τρίβω»] … Dictionary of Greek
προμάλακτον — τὸ, Α το προμαλακτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακτός (< μαλάσσω)] … Dictionary of Greek
προμάσσω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ζυμῶ πρότερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek
προμαλακύνω — Α προμαλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακύνω «μαλακώνω, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek