Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προ-μᾰλάσσω

См. также в других словарях:

  • προεκμαλάσσοντα — πρό , ἐκ μαλάσσω make soft pres part act neut nom/voc/acc pl προεκμαλάσσοντα , πρό , ἐκ μαλάσσω make soft pres part act masc acc sg προεκμαλάσσοντα , πρό ἐκμαλάσσω relax pres part act neut nom/voc/acc pl προεκμαλάσσοντα , πρό ἐκμαλάσσω relax pre …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανατρίβω — Α τρίβω ή κοπανίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνατρίβω «τρίβω συνέχεια, μαλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταψώ — άω, Α τρίβω καλά, καθαρίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταψῶ «μαλάσσω, τρίβω»] …   Dictionary of Greek

  • προμάλακτον — τὸ, Α το προμαλακτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακτός (< μαλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • προμάσσω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ζυμῶ πρότερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • προμαλακύνω — Α προμαλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακύνω «μαλακώνω, μαλάσσω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»