-
1 προ-λεύσσω
προ-λεύσσω, vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παϑεῖν με, Soph. Phil. 1344.
-
2 πρό-δηλος
-
3 προλεύσσω
προ-λεύσσω, vorher od. vor sich sehen
См. также в других словарях:
προλεύσσω — Α (ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek