1 προκολαζω
(τῷ λογῳ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > προκολαζω
προκολάζω — Α τιμωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κολάζω «τιμωρώ»] … Dictionary of Greek