-
1 προ-κλῃδονίζομαι
προ-κλῃδονίζομαι, vorher ahnden, prophezeien, Ios., Suid.
-
2 προκλῃδονίζομαι
προ-κλῃδονίζομαι, vorher ahnden, prophezeien
См. также в других словарях:
προκληδονίζομαι — Α προφητεύω, προλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κληδονίζομαι «είμαι μάντης, προφητεύω»] … Dictionary of Greek