-
1 προκατακειμαι
См. также в других словарях:
προκατάκειμαι — Α είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»] … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek