-
1 προκατειργασμένα
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp neut nom /voc /acc plπροκατειργασμένᾱ, πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem nom /voc /acc dualπροκατειργασμένᾱ, πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 προκατειργασμένον
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc acc sgπρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
3 προκατειργασμένων
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem gen plπρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc /neut gen pl -
4 προκατειργασμέναις
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem dat pl -
5 προκατειργασμένη
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 προκατειργασμένην
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
7 προκατειργασμένης
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
8 προκατειργασμένοι
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc nom /voc pl -
9 προκατειργασμένοις
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc /neut dat pl -
10 προκατειργασμένος
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc nom sg -
11 προκατειργασμένου
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc /neut gen sg -
12 προκατειργασμένους
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf part mp masc acc pl -
13 προκατειργάζετο
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: imperf ind mp 3rd sg -
14 προκατειργάσαντο
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: aor ind mp 3rd pl -
15 προκατειργάσατο
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: aor ind mp 3rd sg -
16 προκατειργάσθαι
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf inf mp -
17 προκατείργασται
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: perf ind mp 3rd sg -
18 προκατείργαστο
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: plup ind mp 3rd sg -
19 προκατηργάσατο
πρό-κατεργάζομαιeffect by labour: aor ind mp 3rd sg (attic prose) -
20 προκατεργαζομαι
ранее совершатьπατρῷα καὴ προκατειργασμένα Plut. — наследие, целиком полученное от отца, т.е. совершенно готовое
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προκατειργασμένα — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp neut nom/voc/acc pl προκατειργασμένᾱ , πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem nom/voc/acc dual προκατειργασμένᾱ , πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένον — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp masc acc sg πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένων — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem gen pl πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμέναις — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένη — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένην — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένης — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένοι — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένοις — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένος — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατειργασμένου — πρό κατεργάζομαι effect by labour perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)