-
1 προ-κατα-κόπτω
προ-κατα-κόπτω, vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten, Antiphan. bei Ath. I, 5 a.
-
2 προκατακόπτω
προ-κατα-κόπτω, vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten
См. также в других словарях:
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek