-
1 προκαθιημι
1) ранее посылать(τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.)
2) высылать вперед(π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.)
3) заранее ввергать(τέν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.)
См. также в других словарях:
προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… … Dictionary of Greek