-
1 προκαθευδω
См. также в других словарях:
προκαθεύδει — πρό καθεύδω lie down to sleep pres ind mp 2nd sg πρό καθεύδω lie down to sleep pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεύδοντας — πρό καθεύδω lie down to sleep pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεύδω — Α 1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος 2. κοιμάμαι αντί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθεύδω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek