-
1 προ-κάρπιον
προ-κάρπιον, τό, die Vorderhand, Diosc., zw.
-
2 προκάρπιον
προ-κάρπιον, τό, die Vorderhand
См. также в других словарях:
προκάρπιον — τὸ, Α το πρόσθιο μέρος τού χεριού μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετα κάρπιον)] … Dictionary of Greek