-
1 προ-ηγητήρ
προ-ηγητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, ταῠρον προηγητῆρα ξυμφορᾶς ἔχων Eur. Bacch. 1157.
-
2 προ-καθ-ηγητήρ
προ-καθ-ηγητήρ, ὁ, = Folgdm, Mathem. vett.
-
3 προηγητής
προ-ηγητής, ὁ, u. προ-ηγητήρ, ῆρος, ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt -
4 προκαθηγητής
προ-καθ-ηγητής, ὁ, u. προ-καθ-ηγητήρ, ὁ, Vorgänger. Auch ein Instrument, ein Loch vorher zu bohren
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий