-
1 προ-εφ-οδεύω
προ-εφ-οδεύω, vorher bereisen, Strab.
-
2 προ-εξ-οδεύω
προ-εξ-οδεύω, vorher heraus- od. fortgehen, Ios.
-
3 προ-δι-εξ-οδεύω
προ-δι-εξ-οδεύω, = Vorigem, S. Emp. adv. log. 1, 188.
-
4 προ-οδεύω
προ-οδεύω, voranreisen, Luc. Hermot. 73.
-
5 προεξοδεύω
προ-εξ-οδεύω, vorher heraus- od. fortgehen -
6 προεφοδεύω
-
7 προεξώδευσεν
προεξώδευσεν, πρό, ἐκ-ὁδεύωgo: aor ind act 3rd sg -
8 προδιεξωδευμένα
πρό, διά, ἐκ-ὁδεύωgo: perf part mp neut nom /voc /acc plπροδιεξωδευμένᾱ, πρό, διά, ἐκ-ὁδεύωgo: perf part mp fem nom /voc /acc dualπροδιεξωδευμένᾱ, πρό, διά, ἐκ-ὁδεύωgo: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 προδιεξέρχομαι,
προ-δι-εξ-έρχομαι, u. προ-δι-έξ-ειμι, u. προ-δι-εξ-οδεύω, vorher hindurch u. wieder heraus gehen -
10 προδιέξειμι,
προ-δι-εξ-έρχομαι, u. προ-δι-έξ-ειμι, u. προ-δι-εξ-οδεύω, vorher hindurch u. wieder heraus gehen -
11 προδιεξοδεύω
προ-δι-εξ-έρχομαι, u. προ-δι-έξ-ειμι, u. προ-δι-εξ-οδεύω, vorher hindurch u. wieder heraus gehen -
12 προοδεύω
-
13 προοδευω
шествовать раньше или впереди
См. также в других словарях:
προεξώδευσεν — πρό , ἐκ ὁδεύω go aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιεξωδευμένα — πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp neut nom/voc/acc pl προδιεξωδευμένᾱ , πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp fem nom/voc/acc dual προδιεξωδευμένᾱ , πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek