-
1 προερυω
См. также в других словарях:
προερύω — Α 1. καθέλκω πλοίο, τό ρίχνω στη θάλασσα 2. οδηγώ πλοίο προς κάποιο όρμο με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐρύω «τραβώ, σύρω»] … Dictionary of Greek
1 προερυω
προερύω — Α 1. καθέλκω πλοίο, τό ρίχνω στη θάλασσα 2. οδηγώ πλοίο προς κάποιο όρμο με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐρύω «τραβώ, σύρω»] … Dictionary of Greek